Πρόσφατα Έλληνας developer επισκέφθηκε ένα γιαπωνέζικο ψαροχώρι όπου οι Ιάπωνες συνάδελφοί του πληρώνουν τους ντόπιους ψαράδες όχι για να ψαρεύουν αλλά για να τους βλέπουν οι υποψήφιοι αγοραστές, σε νοσταλγία της ζωής του 20ού αιώνα.
ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΤΕΛΛΟΓΛΟΥ
Κάπως έτσι αισθάνθηκε τις τελευταίες μέρες ένας ψαράς της Άνδρου όταν του είπαμε ότι ο «αλιευτικός τουρισμός» μετατρέπει τις θάλασσές μας σε «θεματικά πάρκα», όπου οι επισκέπτες μαθαίνουν πώς να κρατούν την πετονιά. Υπάρχουν νησιά όπου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού δεν θέλουν να γίνουν κομπάρσοι στην ψυχαγωγία τουριστών, που προτεραιότητά τους είναι ακόμα η ίδια η παραγωγή και όχι η εικόνα και η ιστορία της. Πρώτο από όλα τα νησιά του αρχιπελάγους, η Νάξος.
Έξοδος από το επάγγελμα
O Δημήτρης Καπούνης κάθεται σε μια γωνιά του περιπτέρου της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Νάξου, της οποίας είναι πρόεδρος, στην έκθεση Foodexpo, σχεδόν αθέατος, «χωμένος». Τον ψάχνουμε αρκετές μέρες, αλλά είμαστε σίγουροι ότι θα τον βρούμε εδώ. Είναι Κυριακή πρωί. Ο Καπούνης είναι μια κατηγορία μόνος του. Πάει στις εκθέσεις, βγαίνει στα κανάλια, τσακώνεται με υπουργούς και έχει καταφέρει να κάνει την ΕΑΣ Νάξου πρότυπο στον νησιωτικό χώρο.
Αλλά δεν είναι όλα ρόδινα, ούτε για την Ένωση, ούτε για την πρωτογενή παραγωγή στο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων. Η εικόνα του Καπούνη είναι συνεπώνυμη του νησιού και η πρώτη συζήτηση μαζί του είχε ξεκινήσει με τη φράση: «Δεν πουλάμε, ο Ναξιώτης κρατάει και την επιχείρηση και τη γη του».
Πρόσφατα επέστρεψε από την Ολλανδία, την οποία επισκέφτηκε για να φέρει 100 αγελάδες ώστε να ενισχύσει τα κοπάδια της ένωσής του. Γιατί έπρεπε να το κάνει αυτό, ρωτάμε. «Γιατί ο κόσμος πουλάει τα ζώα του και βγαίνει από τη δουλειά. Οι αγελαδοτρόφοι από 161 το 2021 μειώθηκαν στους 139 σήμερα», απαντά με μία έκφραση παραίτησης. Αιτία είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής, τάση που είχε παρατηρηθεί και πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, και η εκτίναξη του κόστους όλων των απαραίτητων για την κτηνοτροφία (καύσιμα, ζωοτροφές).
Ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα
Τα τυριά της Νάξου είναι τα πιο επώνυμα προϊόντα της, ιδιαίτερα η γραβιέρα της. Τα παιδιά μας στις διακοπές στο αρχιπέλαγος πίνουν κάθε πρωί το γάλα της Ένωσης του Καπούνη. Η Νάξος, σε αντίθεση με άλλα νησιά των Κυκλάδων, μπήκε για μια σειρά από λόγους στο πεδίο της μεγάλης παραγωγής, εκμεταλλευόμενη τις οικονομίες κλίμακας για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της. Πρόκειται για μεθόδους για τις οποίες οι υπόλοιπες Κυκλάδες δεν προσφέρονται (οι κάμποι τους είναι μικροί, τα νερά τους λίγα, οι συνεταιρισμοί τους αδύνατοι έως ανύπαρκτοι). Η Νάξος ως αγροτικός τόπος είναι κάμπος στη μέση και στο ύψος της θάλασσας. Υπάρχουν τμήματα του νησιού, ιδιαίτερα τα ορεινά, όπου η γεωργία γινόταν σε αναβαθμίδες, αλλά αυτή η πρακτική σβήνει, όπως και στα υπόλοιπα νησιά.
Εκτός από το γάλα και το τυρί, η πατάτα και η κτηνοτροφία ήταν τα άλλα «σήματα κατατεθέν» της ναξιακής παραγωγής, χάρη στις προσπάθειες του Ναξιώτη πολιτικού Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη, που τη δεκαετία του ‘50 ενίσχυσε την ντόπια υποδομή παραγωγής πατάτας με το Κέντρο Πατατόσπορου. Η Νάξος είναι το μοναδικό αγροτικό κέντρο της χώρας που εχει σποροπαραγωγικό κέντρο για την πατάτα.
Το φάσμα της λειψυδρίας
Με τα σημερινά δεδομένα, πάντως, δεν είναι βέβαιο ότι η πατάτα είναι η ιδανική καλλιέργεια για ένα νησί που δεν έχει πια νερό. «Αν υπάρχει ανομβρία δεν υπάρχει τίποτα», λέει ο Καπούνης. Οι δύο σπορές τον χρόνο κουράζουν το χώμα και απαιτούν αρκετό νερό. Μία συμφωνία του νησιού με τον Μπάρμπα Στάθη περπάτησε, αλλά η εταιρεία βρίσκει τώρα τη ναξιακή πατάτα ακριβή, καθώς η αιγυπτιακή κοστίζει τρεις φορές φθηνότερα.
Όμως και στη Νάξο η αύξηση του κόστους παραγωγής δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Αυτό που απασχολεί τον Καπούνη εφέτος είναι το νερό: «Θα έχουμε μέχρι τον Απρίλιο, Μάιο. Μετά θα ποτίζουμε με αλάτι, ήδη από πέρσι το δεύτερο πότισμα είχε αλάτι», λέει. Φέρνει για παράδειγμα εναν συγγενή του που σταμάτησε να καλλιεργεί ένα δεύτερο χωράφι «καθώς το 50% του νερού ήταν από πηγάδι και το 50% υφάλμυρο».
Ο κτηνίατρος Στάθης Πιτταράς, τον οποίο οι «Βιώσιμες Κυκλάδες» βρήκαν την ώρα που έδινε πρακτικές συμβουλές στους κτηνοτρόφους, επισημαίνει ότι το νερό για τους αγρότες της Νάξου γίνεται όλο και λιγότερο κάτω από την πίεση του τουρισμού: «Σε μέρη όπως τα νησιά, ο τουρισμός ανταγωνίζεται άμεσα τη γεωργία και την κτηνοτροφία για το νερό. Την ώρα που αρχίζει και υπάρχει έλλειμμα, και 5 ευρώ/κυβικό να πληρώνει το νερό που καταναλώνει ένα δωμάτιο των 300 ευρώ, είναι παντελώς αδιάφορο για το δωμάτιο. Για τη γεωργία και την κτηνοτροφία δεν μπορεί να ξεπερνά το κόστος του κυβικού τα μερικά λεπτά του ευρώ».
«Δεν γίνεται καμία ορθολογική διαχείριση» συνεχίζει. «Για να έχεις νερό, δεν μπορεί να ξεκινάς τον Ιούλιο να σκέφτεσαι τι θα συμβεί τώρα, που δεν έχουμε νερό. Πρέπει να σκέφτεσαι πως θα έχουμε νερό μακροπρόθεσμα. Για να το πω απλά, να σκέφτεσαι τώρα τι θα γίνει έπειτα από 20 Ιούληδες. Προφανώς και ο τουρισμός, που είναι ανταγωνιστικός στον πρωτογενή τομέα, θα συνεχίσει να υπάρχει. Είναι όμως απολύτως επιβεβλημένο να έχουν γίνει τα απαραίτητα για να μην μείνει κανείς εκτός. Χρειάζεται προγραμματισμός. Το αδιέξοδο είναι μπροστά μας. Κατά την άποψή μου, δεν έχει η Νάξος τέτοια ποσότητα σε υπόγεια νερά για να μπορεί να καλύπτει τέτοιες καταναλώσεις».
Μειωμένη παραγωγικότητα
Η εντατικοποίηση της παραγωγής δεν γίνεται χωρίς βελτίωση της παραγωγικότητας των ζώων. «Έχουμε ξαναφέρει [αγελάδες] από την Τσεχία, την Ολλανδία, τη Δανία», εξηγεί ο πρόεδρος της ΕΑΣ. «Οι βελτιωμένες ράτσες μπορούν αντί για 18 κιλά γάλα να κατεβάζουν 33». Οι δανέζικης καταγωγής αγελάδες Χόλσταϊν αποτελούν το σήμα κατατεθέν αρκετών στάβλων του νησιού.
«Σε γενικές γραμμές, για να δώσω μια τάξη μεγέθους, τα βοοειδή στην πλειοψηφία τους βρίσκονται περίπου 30 χρόνια πίσω απ’ ό,τι στην εξελιγμένη Ευρώπη», εξηγεί ο Νικόλας Πιτταράς, αδελφός του Στάθη, από τους ανεξάρτητους κτηνοτρόφους που δεν είναι ενταγμένοι στην Ένωση, με αγελαδοτροφική μονάδα και τυροκομείο στο ημιορεινό χωριό Μέλανες. «Η κατάσταση είναι πιο σοβαρή στα αιγοπρόβατα, που είναι πολύ χαμηλά από άποψη παραγωγικότητας, θα έλεγα 50 χρόνια πίσω».
«Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό», σύμφωνα με τον Νικόλα Πιτταρά, «δεν σχετίζονται μόνο με την ευζωΐα του ζώου. Οπωσδήποτε ένα ζώο που έχει προβλήματα δεν θα είναι παραγωγικό, αυτό δεν σημαίνει πως κάποιο άλλο που είναι καλοζωισμένο θα είναι περισσότερο παραγωγικό· μπορεί να υπάρχουν γενετικοί λόγοι».
Πέρα από την ευθύνη του επαγγελματία ή ημιεπαγγελματία παραγωγού και του πώς αντιλαμβάνεται το θέμα της γενικής φροντίδας των ζώων σε σχέση με την αποδοτικότητα στην παραγωγή, ο Νικόλας Πιτταράς βάζει έναν ακόμα παράγοντα στην εξίσωση: το κράτος. «Το ίδιο το κράτος δεν ενδιαφέρεται για την παραγωγή, τόσο στο γεωργικό, όσο και στο κτηνοτροφικό κομμάτι. Η νοοτροπία του κράτους για τους αγρότες/κτηνοτρόφους είναι “ας παίρνουν κάτι τι, να είναι ήσυχοι και να επιβιώνουν και εντάξει”».
Εξαγγελίες και πραγματικότητα
Αυτό έρχεται σε μια αντίθεση με τις δηλώσεις του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Λευτέρη Αυγενάκη. Στις εξαγγελίες του στην Foodexpo 2024 μίλησε για «εξωστρέφεια του πρωτογενούς τομέα» και για «δομικό μετασχηματισμό» που θα επιτευχθεί «με πλάνο, όραμα και ολιστικό σχεδιασμό».
«Καλά τα λόγια, αλλά κάπου πρέπει να υπάρχουν και πράξεις» σημειώνει με αφορμή τις δηλώσεις Αυγενάκη ο Νικόλας Πιτταράς. «Αν θέλουν να στηρίξουν την παραγωγή, πρέπει να το κάνουν. Η χώρα μας βρίσκεται έτη φωτός μακριά σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Για παράδειγμα, έχουμε ράτσες προβάτων ντόπιες, που θα μπορούσαν να είναι κορυφαίες, όπως το Χιώτικο, όμως δεν έχει υπάρξει ποτέ φορέας που να μπει στη διαδικασία να δουλέψει συστηματικά ώστε να γίνει μια καταγραφή, μια επιλογή. Μας έχουν προκύψει τα γίδια τα Σκυριανά, υπάρχει κάποιος πιστοποιημένος φορέας από το κράτος να προωθήσει το είδος; Πάνε στη Γαλλία οι παραγωγοί και αγοράζουν αρνάκια Lacaune για 300-400 ευρώ το καθένα. Το κάθε αρνάκι παίρνει ένα pedigree από έναν φορέα που αποδεδειγμένα είναι εμπιστοσύνης. Aυτά στηρίζουν την παραγωγή, και όχι η κατά κεφαλήν επιδότηση».
Με τον Νικόλα Πιτταρά συζητήσαμε και για τη γενετική βελτίωση των ζώων, που ξεκίνησε πριν από 15 χρόνια περίπου, αλλά φαίνεται να προσέκρουσε στις προκαταλήψεις κάποιων κτηνοτρόφων. «Η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Νάξου μεταξύ 2007-2009 έφερε και έστησε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα, όμως δεν βρήκε ανταπόκριση και το σταμάτησε», λέει στις «Βιώσιμες Κυκλάδες». Το πρόγραμμα απαιτούσε να έρχεται ένας ελεγκτής-καταγραφέας που θα πραγματοποιούσε τακτικά γαλακτομετρήσεις κι αυτό μάλλον κρίθηκε επικίνδυνο. «Δεν μαζεύτηκαν οι κτηνοτρόφοι γιατί φοβόντουσαν μην τους ματιάσουν τα ζώα», μας λέει.
Πόσα είναι τα κοπάδια στη Νάξο; Οι εκμεταλλεύσεις των αιγοπροβάτων, σύμφωνα με την επίσημη στατιστική, εμφανίζονται να είναι καταχωρημένες 1.889, αλλά μόνο 890 είναι ενεργές. Για το 2023 τα ζώα ήταν περίπου 144.000. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, οι ενεργές επιχειρήσεις το 2018 ήταν 928 και τα ζώα 137.000, το 2012 υπήρχαν 1.517 επιχειρήσεις με 134.000 ζώα. Το 2020 οι επιχειρήσεις βοοειδών εμφανίζονταν να είναι 733 (με 843 καταχωρημένες) με 7.623 ζώα. Τα νούμερα αυτά, αν και δεν μοιάζουν να απεικονίζουν την πραγματικότητα –ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΑΣ μιλάει για λιγότερες εκμεταλλεύσεις– δείχνουν το ειδικό βάρος του πρωτογενούς τομέα στη Νάξο. Αλλά σε ρόλο πρωταγωνιστικό; |
Οι ουκρανικές εισαγωγές και οι αντιδράσεις
Τον περασμένο Φεβρουάριο οι παραγωγοί σε ολόκληρη την Ευρώπη ξεσηκώθηκαν, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να περιοριστούν οι εισαγωγές προϊόντων από τρίτες χώρες που δεν ανταποκρίνονται στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Για τους Ναξιώτες το πρόβλημα είναι ότι οι ζωοτροφές τους είναι πολύ ακριβότερες από ό,τι στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αν έμπαιναν στον πειρασμό να εισάγουν φθηνό ουκρανικό καλαμπόκι, όπως έκαναν οι Βούλγαροι συνάδελφοί τους, ίσως και να μπορούσαν να περιορίσουν τα κόστη τους. Θα είχαν όμως αλλά προβλήματα.
Ρωτήσαμε τον Νικόλα Πιτταρά αν μπορεί να αποκλείσει ότι ένα μέρος των ζωοτροφών που φτάνει στη Νάξο είναι από την Ουκρανία ή από χώρα που το εισήγαγε από την Ουκρανία, κάτι που ο Καπούνης αποκλείει για την ΕΑΣ. «Με τον πόλεμο δεν γίνονται έλεγχοι», απαντά. «Είτε καλαμπόκι είναι, είτε λάδι είτε οτιδήποτε. Και επαφίενται στο εάν εγώ που θα το πάρω θα κάνω έλεγχο να δω αν είναι καλό. Εγώ μπορώ να δω όμως μόνο κάποιες παραμέτρους. Για μένα είναι πάρα πολύ δύσκολο να δω τι φυτοφάρμακα έχουν χρησιμοποιήσει. Αυτό στοιχίζει, έχει κόστος και θέλει χρόνο. […] Θεωρητικά αφού μπήκαν στην ΕΕ θα έπρεπε να έχουν ελεγχθεί. Αλλά δεν το κάνουν. […] Αυτό συμβαίνει ειδικά με τα ουκρανικά [καλαμπόκια] και γι αυτό φωνάζουν όλοι οι συνάδελφοί μου σε όλη την Ευρώπη “ελέγξτε τους, σταματήστε τους, βάλτε τους δασμούς, βάλτε τους πρότυπα”. Δεν λέμε να μην έρθει το ουκρανικό, βεβαίως και να έρθει, όμως ας το φτιάξουν στα πρότυπα που έχεις βάλει στον Ευρωπαίο παραγωγό και μετά φέρ’ το. Είναι θέμα υγιεινής και ασφάλειας, καθώς κανείς εδώ δεν μπορεί να είναι σίγουρος τι συμβαίνει, δεν έχω δεδομένα. Στη Ρουμανία καταστράφηκαν πέρυσι πολλά κοπάδια από αυτό».
Οι αγρότες της Νάξου βρίσκονται αντιμέτωποι όλο και συχνότερα με συνεργεία των πελατών τους (κυρίως σουπερ-μάρκετ) που κατεβαίνουν τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο στο νησί για ιχνηλάτηση φυτοφαρμάκων στα προϊόντα φυτικής παραγωγής. Ο Καπούνης ζητά από τα μέλη της Ένωσης του να τηρούν τις προδιαγραφές των ραντισμάτων. Ορισμένοι παραγωγοί όμως, σε συνθήκες αυξημένης υγρασίας που αποδίδουν στην κλιματική αλλαγή, ψεκάζουν μία επιπλέον φορά για να θωρακίσουν την παραγωγή τους. Κάνοντάς το αυτό όμως, κινδυνεύουν να μείνουν εκτός εμπορίου αν εντοπιστούν από τους ελεγκτές των πελατών τους.
Ο Νικόλας Πιτταράς βρέθηκε στην αρχή του χρόνου σε μια άλλη έκθεση, την Agrotica της Θεσσαλονίκης. Περήφανος για τη δουλειά που κάνει ως κτηνοτρόφος (τον έχουμε συναντήσει με την οικογένειά του στο στάβλο), αναρωτιέται αν αυτό που κάνει με τόσο μεράκι και αγάπη έχει μέλλον. «Συζητάμε για τη σύνδεση πρωτογενούς και τριτογενούς τομέα με αφορμή τον τουρισμό. Όχι όμως για τη βιτρίνα, αλλά ως σύνδεση ουσίας. Δεν βλέπω αύριο, γιατί δεν υπάρχει σχεδιασμός και δεν υπάρχει και η γνώμη της κοινωνίας. Θέλει η κοινωνία να υπάρχει ο πρωτογενής τομέας ή όχι; Όλοι λένε πως ο τουρισμός είναι το μέλλον, αυτό το εισέπραξα στη φετινή Agrotica. Ο κόσμος δεν ήθελε να επενδύσει στην πρωτογενή παραγωγή, γιατί δεν βλέπει μέλλον».