Η αναβίωση μιας αυθεντικής γειτονιάς του 19ου αιώνα με μακρά παράδοση, ιστορικές βιοτεχνίες, μπακάλικα και καταστήματα εποχής δίνει μια διαφορετική κατεύθυνση στον τουρισμό που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στο νησί.
Σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από τη Χώρα, στους πρόποδες του όρους Ζας συναντάμε το Φιλότι, το μεγαλύτερο χωριό της Νάξου και ένα από τα μεγαλύτερα των Κυκλάδων. Σύμβολο του είναι ο επιβλητικός αιωνόβιος πλάτανος που υψώνεται από το 1912 στη Γέφυρα, την κεντρική πλατεία που πήρε το όνομά της από τη γέφυρα πάνω από τους ρυάκες, τις ρεματιές με νερό που κάποτε έτρεχαν από τις ορεινές πηγές του Καλάμου και της Αγίας Ειρήνης.
Λίγα μέτρα από τον εμβληματικό πλάτανο, βρίσκεται η ιστορική γειτονιά του Φασολά. Μέχρι τη δεκαετία του ’60, αποτέλεσε το εμπορικό, βιοτεχνικό και κοινωνικό κέντρο του χωριού. Εργαστήρια όπως ραφείο, τσαγκάρικο, σιδηρουργείο, ξυλουργείο, ελαιοτριβείο, ρακιτζό, αλλά και επαγγελματικοί χώροι, όπως ήταν ο φούρνος και το καφενείο του χωριού, τα μπακάλικα και υφασματάδικα συγκεντρώνονταν στου Φασολά.
Σήμερα, τα κυκλαδίτικα σοκάκια του χωριού έχουν αποκτήσει και πάλι τις ιστορικές τους βιοτεχνίες χάρη στον Νίκο Μουστάκη που τα τελευταία δέκα χρόνια αποκαθιστά τη γειτονιά του Φασολά σε ένα μοναδικό εγχείρημα αναβίωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου και αποτύπωσης του τρόπου οργάνωσης της νησιωτικής κοινωνίας κατά τον 19ο αιώνα.
Η γειτονιά πήρε το όνομα της από την ομώνυμη συνοικία στον Κάμπο της Χίου. Μετά τις τρομερές σφαγές του 1822, ο πληθυσμός που διασώθηκε μοιράστηκε στα νησιά του Αιγαίου. Όπως μας εξηγεί ο Νίκος Μουστάκης, «η μεγάλη μάζα πήγε στη Σύρο και την Τήνο και κάποιοι ήρθαν στη Νάξο. Στο Φιλότι έφτασε μόνο ένας πρόσφυγας, ο Αντώνης Παγίδας. Ήταν ένα παιδί 14 ετών, που είχε μάθει την τέχνη της σιδηρουργίας από τον πατέρα του. Από αυτή την οικογένεια κατάγομαι και εγώ. Δεν με λένε Παγίδα επειδή κατάγομαι από την κόρη του. Η γιαγιά μου και η μάνα μου, μου έλεγαν ιστορίες που με συγκινούν μέχρι και σήμερα».
Το σιδηρουργείο «Ήφαιστος» ιδρύθηκε στη γειτονιά από τον Αντώνη Παγίδα και η τέχνη του σιδηρουργού πέρναγε με τα χρόνια από γενιά σε γενιά. Ο «Ήφαιστος» προμήθευε μέχρι το 1983 με εργαλεία τους τεχνίτες σχεδόν κάθε επαγγέλματος, αλλά και μεγάλο μέρος του οικιακού εξοπλισμού. Σήμερα το ιστορικό σιδηρουργείο είναι μουσείο με το όνομα «Κηδαλίων» (κατά τον μύθο ήταν ο Ναξιώτης δάσκαλος του Ηφαίστου).
«Εδώ παράγονταν όλα· αν δεν μπορούσε να παραχθεί στο χωριό δεν θα το έβρισκες αλλού. Μέχρι και από τις Μικρές Κυκλάδες ερχόντουσαν εδώ που ήταν συγκεντρωμένα όλα τα εργαστήρια. Για αυτούς ήταν άλλωστε πιο κοντά το Φιλότι απ’ ό,τι η Χώρα» εξιστορεί ο κύριος Μουστάκης.
Με την κατασκευή του επαρχιακού δρόμου Χώρας-Απειράνθου τα παραδοσιακά μαγαζιά του χωριού σταδιακά εγκαταλείφθηκαν. «Η γειτονιά του Φασολά έχασε την αίγλη της καθώς όλα σχεδόν τα καταστήματα μεταφέρθηκαν στον αμαξωτό δρόμο, όπου υπήρχε η ευκολία του αυτοκινήτου».
Με σκοπό την ανάδειξη και συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και των λαογραφικών παραδόσεων του τόπου, ο Νίκος Μουστάκης ξεκίνησε το εγχείρημα αποκατάστασης του Φασολά το 2010 και συνεχίζει μέχρι σήμερα. «Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να βιώσει ένα ταξίδι στον χρόνο» μας λέει, και πράγματι, η «γειτονιά των επαγγελματιών» αναδεικνύει τη λειτουργία της οικονομίας ενός νησιώτικου χωριού μέχρι τη δεκαετία του ’60. Τα στενά ξαναπαίρνουν ζωή και οι επισκέπτες ξεναγούνται στα ιστορικά καταστήματα τα οποία περιέχουν μια μεγάλη συλλογή προϊόντων που κατασκευάζοντας όπως και των χειρωνακτικών εργαλείων της εποχής.
Το παλιό εμποροραφείο «του Βασίλη του Μανιού» παραμένει ακριβώς όπως το άφησε ο τελευταίος του ιδιοκτήτης, ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω, το ξυλουργείο του Κατσουρού «Η Τέχνη» είναι εξοπλισμένο με τον πάγκο, τα κουραστάρια, τα ροκάνια και άλλα παραδοσιακά εργαλεία.
Ο κύριος Νίκος εξιστορεί μνήμες από την καθημερινότητα των νησιωτών. «Η ανταλλακτική οικονομία (αντιπραγματισμός) ήταν καθιερωμένος τρόπος συναλλαγής και η σχέση προϊόντος-παραγωγού-τεχνίτη και καταναλωτή ήταν μια ζωντανή σχέση». Για παράδειγμα, οι αγρότες έκαναν στην αρχή του έτους συμφωνία με τον σιδηρουργό, τα ζευγαρομόδια: ο αγρότης θα του έδινε μέρος της σοδειάς της χρονιάς και ο σιδηρουργός θα του επισκεύαζε οτιδήποτε χρειαζόταν κατά τη διάρκεια του έτους, όπως π.χ. αν του χάλαγε η αξίνα ή το άροτρο.
Χαρακτηριστικό του χωριού είναι οι σιδερένιες αυλόπορτες των σπιτιών, κάθε μία διαφορετική. «Οι πελάτες ερχόντουσαν στον μάστορα και παράγγελναν την πόρτα που ήθελαν να τους φτιάξει, γι’ αυτό καμία δεν έμοιαζε με του άλλου, ούτε σε διαστάσεις, ούτε σε σχέδιο» μας εξηγεί ο κ. Νίκος.
«Ήθελα να αναβιώσω αυτό το παρελθόν για καθαρά συναισθηματικούς λόγους και να επαναφέρω τις μνήμες τις δικές μου και των συγχωριανών μου. Θυμάμαι να κάθομαι εκεί στο παραθυράκι του σιδηρουργείου και να μιλάω με τον μάστορα. Δεν υπήρχε απόσταση μεταξύ μας. Κι ας ήμουν μικρός, θα μου αστειευόταν, ακριβώς όπως κάνουν τώρα οι επισκέπτες με τον εγγονό μου όταν τους ξεναγεί».
Μετά το κουρείο, το εμποροραφείο και το σιδηρουργείο, σειρά έχει το «Παντοπωλείο του Σμυλομιχάλη». Τα ράφια του κοσμούν θησαυροί του παρελθόντος: μοσχοσάπουνα από λάδι, συσκευασίες προϊόντων από ντόπιες βιοτεχνίες και βιομηχανίες πανελλαδικής εμβέλειας όπως της σαπωνοποιίας Αλεπουδέλη, τα πρώτα ελληνικά αθλητικά παπούτσια Ελβιέλα, μπισκότα Παπαδοπούλου και καφές Λουμίδης, προϊόντα ΧΡΩΠΕΙ, τοματοπελτές Κύκνος, τσιγαρόκουτα και φάρμακα, παιχνίδια, σχολικές ποδιές, τετράδια, βιβλία, πένες καλλιγραφίας, παλιές διαφημιστικές πινακίδες.
Ακριβώς απέναντι βρίσκεται το παραδοσιακό καφενείο του Μανωλαρά που από το 1887 φιλοξενείται στη μικρή πλατεία του Φασολά. Τόσο η αρχιτεκτονική, όσο και η αισθητική του παραπέμπει στα παραδοσιακά καφενεδάκια της ορεινής Νάξου.
Κατεβαίνοντας προς τον κεντρικό δρόμο του χωριού συναντάμε το παραδοσιακό κατάστημα του Μανώλη Θεωνά, έναν χώρο γεμάτο χρώματα, αρώματα και μια μεγάλη ποικιλία από σκεύη οικιακής χρήσης, κανάτες και νταμιτζάνες, ψάθινα υφαντά και καλάθια, εργαλεία αργυροχρυσοχοΐας και αυθεντικά προϊόντα Νάξου, όπως βότανα, μπαχαρικά, κρασιά και ελαιόλαδο.
Η επίσκεψη στη γειτονιά του Φασολά, κλείνει με μια ξενάγηση στη «Συλλογή Νομισμάτων Νικόλα Μουστάκη», όπου εκτίθενται όλα τα νομίσματα που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και την Κύπρο από το 1820 μέχρι το ευρώ, αλλά και τα σπάνια διχοτομημένα χαρτονομίσματα του εσωτερικού δανεισμού του 1922, ομόλογα που δόθηκαν σε αντικατάστασή του αποκομμένου μέρους, χάρτες της Ελλάδας και των Κυκλάδων κ.ά.
Μέσα από αυτό το εγχείρημα διατήρησης της συλλογικής μνήμης του χωριού για τα επαγγέλματα που αναπτύχθηκαν σε αυτή τη γειτονιά, το Φιλότι και η Νάξος μπορούν να προσφέρουν έναν διαφορετικού είδους τουρισμό που στηρίζεται στην εμπειρία και την εξερεύνηση του ιστορικού παρελθόντος. Ο Νίκος Μουστάκης μας λέει ότι, αν και η στήριξη από την τοπική κοινότητα και τη δημοτική αρχή ήταν αμυδρή, το επόμενο βήμα θα είναι η πραγματική επαναδραστηριοποίηση κάποιων ιστορικών καταστημάτων της γειτονιάς.
«Ο τουρισμός στη Νάξο δεν είναι μόνο ήλιος και θάλασσα, ο ναός του Απόλλωνα και η Πορτάρα ή ο τελευταίος Κούρος, είναι και η καθημερινότητα που χάνεται» μας λέει ένας επισκέπτης καθώς κατηφορίζουμε από τη γειτονιά του Φασολά.
Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν από τον φωτοδημοσιογράφο Santiago Botero.