Εκτός από βίλες εκτός σχεδίου και πολυτελή ξενοδοχεία, συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στο νησί άνθρωποι και επιχειρήσεις που κρατούν ζωντανό ένα διαφορετικό όραμα για το μέλλον της τοπικής οικονομίας.
Στην επίσκεψη μας στην Τήνο τον περασμένο μήνα, εστιάσαμε στις μεγάλες προκλήσεις που προκαλεί η επέκταση της τουριστικής κίνησης και της δόμησης στο νησί στις υποδομές του (τα σχετικά ρεπορτάζ εδώ και εδώ). Ωστόσο στις μέρες που περάσαμε στο νησί, είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε και ανθρώπους που κρατούν ζωντανή μία διαφορετική εκδοχή της Τήνου, που επωφελείται από τον τουρισμό χωρίς να αλλοιώνεται από αυτόν.
Αξίζει να τους γνωρίσετε.
Ο αεικίνητος αγρότης
Είναι απομεσήμερο – η πιο ζεστή ώρα της ημέρας – στα μέσα Ιουλίου. Βρισκόμαστε στην περιοχή της Κώμης, στο πιο εύφορο μέρος της Τήνου, στα χωράφια του αεικίνητου Φαβιανού Ρουγγέρη. Περπατάμε (τρέχω να τον προλάβω) από τη μια καλλιέργεια στην άλλη – από τις αγαπημένες του άγριες αγκινάρες, που έχουν πλέον επεκταθεί σε δέκα στρέμματα, αλλά των οποίων η εποχή δεν έχει ακόμα φτάσει, ως τα πολλά καλοκαιρινά φρούτα και λαχανικά: τις ντομάτες, τα πεπόνια, τα καρπούζια, τα αγγούρια, τα κολοκύθια, τις πιπεριές, τις μελιτζάνες. Περνάμε από διαδρόμους σκεπασμένους με καλαμιές, στη σκιά των οποίων ξαποσταίνουν τα πρόβατα του Φλαβιανού – και εκείνος με ξεναγεί και μου εξιστορεί.



Μετά το καλοκαίρι, σε πιο ήπιες συνθήκες, ξεκινάει ο κύκλος του χειμώνα. «Αγκινάρα, και μετά φυτεύουμε μπρόκολο, κουνουπίδι, λάχανο, πράσα, σπανάκι, παντζάρια – τέτοια πράγματα…», λέει στις «Βιώσιμες Κυκλάδες».
Τις καλλιέργειες «τις ξεκίνησε ο παππούς μου, ο Φαβιανός. Μετά τα πήρε ο πατέρας μου και τώρα συνεχίζω εγώ», αφηγείται. Κάθε μέρα, φορτώνει το κόκκινο Ford Ranger του και γυρίζει πάνω-κάτω τα «Έξω Μέρη» της Τήνου (βόρεια και δυτικά της Καρδιανής), όπως έκαναν ο παππούς και ο πατέρας του: Υστέρνια, Πύργο, Πάνορμο, κ.ο.κ. «Δίνω επίσης και σε μαγαζιά εδώ στην περιοχή μας» (κοντά στην Κώμη). Προμηθεύει, λέει, κυρίως ταβέρνες, αλλά και «λιανικώς, σε κόσμο». «Δουλεύω πολύ καλά, δεν μπορώ να πω – έχω τους πελάτες μου, που με αγαπάνε και με υποστηρίζουνε. Αυτό είναι το πιο σημαντικό».


Τον ρωτάω αν τα πιο ζεστά καλοκαίρια δυσκολεύουν το έργο της παραγωγής. «Η ζέστη με άπνοια, για μένα, είναι το καλύτερο», απαντά, «αν και ο καύσωνας κάνει ζημιά σε όλα». «Το πρόβλημα είναι ο αέρας. Μπορεί ένα μήνα να έχεις τα φυτά σου ωραία και να τα περιποιείσαι, να είναι έτοιμα να βγάλουν καρπό, που θα το βαρύνει το φυτό και θα κρατήσει, και να πιάσει ένα μελτέμι 8-9 [μποφόρ], που θα στα στρίψει τα φυτά και θα στα σπάσει όλα».
Για τον Φαβιανό μάθαμε από την Αντωνία Ζάρπα, σεφ του εστιατορίου «Θαλασσάκι», η φήμη του οποίου έχει πλέον ξεφύγει από τα όρια του νησιού. Η Αντωνία έχει δώσει δικούς τους σπόρους στον Φαβιανό για να τους καλλιεργήσει αποκλειστικά για λογαριασμό της. «Μου λέει η Αντωνία “όσο θες τις πληρώνω αυτές”», αναφέρει ο Φαβιανός, δείχνοντάς μου περήφανος τις ντομάτες από τους συγκεκριμένους σπόρους. «“Αυτά τα πράγματα που κάνεις εσύ, πρέπει να πληρώνεσαι”. Εγώ της λέω “όχι”, την ίδια δουλειά κάνω». Ο Φαβιανός δεν ραντίζει τις καλλιέργειές του με φυτοφάρμακα – ένας από τους λόγους που τον προτιμούν μαγαζιά όπως το «Θαλασσάκι».
Τα χωράφια ποτίζονταν από ένα πηγάδι μέχρι το 2000, όταν στέρεψε. «Έκανα τότε μία γεώτρηση και με αυτήν προσπαθώ να φροντίζω τα περιβόλια και τους κήπους μου. Κρατάει καλά ακόμα η γεώτρηση – φέτος που υπάρχει πρόβλημα [σ.σ.: λόγω της ανομβρίας], έχω νεράκι να εξυπηρετηθώ». Η ποιότητα του νερού, ωστόσο, παραδέχεται ότι δεν είναι η καλύτερη. «Έχει λίγο παραπάνω σκληρότητα από το κανονικό», λέει. «Περιμένουμε να βρέξει, να γεμίσει η λεκάνη».


Σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει το επάγγελμα, όπως έκαναν πολλοί άλλοι; «Κοίτα, έχω τελειώσει μηχανικός. Έχω πάρει και το χαρτί μου. Αλλά εμένα μου αρέσει αυτή η δουλειά. Είναι μια δουλειά πολύ δύσκολη, που δεν την ξεκινούν πολύ σήμερα. Θέλει υποδομές και πολλά έξοδα». Η πολιτεία θα μπορούσε να βοηθήσει με δίκτυα προώθησης των τοπικών προϊόντων, λέει. «Ο κόσμος τα θέλει. Εμένα με ρωτάνε σε ποιες ταβέρνες δίνω, για να πάνε να φάνε».
Ο επίμονος αμπελουργός
Φτάνοντας αργά το απόγευμα στα αμπέλια της Volacus Wines, στην ορεινή Γάρδαρη, κοντά στο χωριό Φαλατάδος, νιώθει κανείς να βυθίζεται σε μία αίσθηση γαλήνης, μακριά από την τύρβη της τουριστικής περιόδου.

O Μιχάλης Κοντιζάς ξεκίνησε την εταιρεία στις αρχές της κρίσης, το 2009, πριν πατήσει τα τριάντα. Επέλεξε την τοποθεσία εξαιτίας του γρανιτικού εδάφους, που «απορροφά πολύ εύκολα το νερό και το στραγγίζει», το πηγαίνει σε βάθος, όπως μου είχε εξηγήσει σε παλαιότερη επίσκεψή μου. Ο Κοντιζάς ποτίζει τα αμπέλια του μόνο τα τρία πρώτα χρόνια, από πηγές στην ιδιοκτησία του, και στη συνέχεια τα αφήνει άνυδρα.

Επί του παρόντος, παράγει κρασί από 30 στρέμματα στην περιοχή. Πριν δύο χρόνια, φύτεψε νέα αμπέλια σε 40 επιπλέον στρέμματα. Η παραγωγή από αυτά, μας λέει, θα ξεκινήσει το 2026. «Παρά την έλλειψη του νερού, πηγαίνουν αρκετά καλά».
Όταν τον συναντάμε αυτή τη φορά, λίγο μετά τα μέσα Ιουλίου, είναι κατά τη διάρκεια επίσκεψης ομάδας τουριστών στον αμπελώνα. «Κάνουμε αυτές τις επισκέψεις, για wine tasting, από την άνοιξη, το Μάιο, ως τα τέλη Αυγούστου, λίγο πριν μπούμε στον τρύγο». Όπως αφηγείται, είναι κάτι που η Volacus ξεκίνησε «δειλά-δειλά» όταν άρχισε να παράγει κρασί – με πρωτοβουλία των ίδιων των τουριστών. «Δοκιμάζανε το κρασί σε κάποιο εστιατόριο, μας έβρισκαν μετά και μας ζητούσαν να έρθουν», θυμάται.

Μέχρι πέρυσι, το 80% της παραγωγής της εταιρείας έμενε στην Τήνο – και καταναλωνόταν κυρίως κατά την τουριστική περίοδο. «Από φέτος, επειδή υπάρχει η ζήτηση, έχουμε κάνει συνεργασία με έναν διανομέα και το 30% της παραγωγής φεύγει εκτός νησιού», λέει.
Και όχι μόνο εκτός νησιού, αλλά πλέον και εκτός Ελλάδος. «Ήδη εξάγουμε σε έξι χώρες», λέει ο Κοντιζάς. «Αγγλία, Ολλανδία, Γερμανία, Φινλανδία, Καναδά και Κύπρο». Η Μαλαγουζιά της Volacus επελέγη μεταξύ των 50 καλύτερων ελληνικών κρασιών για το 2023, αναφέρει. «Χάρη σε αυτό πήγαμε τον περασμένο Μάιο σε μία πολύ καλή έκθεση στο Λονδίνο, με πολλούς ανθρώπους του χώρου. Είχαμε και τις τέσσερις ετικέτες που βγάζουμε και τις δοκίμασαν και πήραν πολύ καλούς βαθμούς. Ήταν σημαντικό αυτό για μας».

Η συζήτηση στρέφεται στις αυξανόμενα αντίξοες κλιματικές συνθήκες, με την ιδιαίτερα έντονη ανομβρία των δύο προηγούμενων ετών. «Βλέπουμε ήδη τα φυτά να στρεσάρονται», λέει. «Κιτρινίζουν τα φύλλα ήδη από τον Ιούλιο. Είναι πολύ πρόωρο, ένα μήνα πριν το σύνηθες. Πρώτη φορά το βλέπω να συμβαίνει αυτό από τότε που ξεκινήσαμε».
Λόγω των συνθηκών, λέει, την περσινή χρονιά η παραγωγή της Volacus μειώθηκε κατά 35% σε σχέση με το 2022. «Φέτος προβλέπω ότι θα είναι ακόμα πιο κάτω, ίσως άλλο 10-15%. Μέσα σε δύο χρόνια, δηλαδή, η παραγωγή θα έχει μειωθεί περίπου στο μισό».
Καθώς μιλάμε, εμφανίζονται οι επισκέπτες, οι οποίοι δοκιμάζουν τα κρασιά και ντόπιους μεζέδες και δείχνουν να έχουν κι αυτοί παρασυρθεί στην ευδαιμονία που προκαλεί αυτό το μοναδικό μέρος. Είναι μία στιγμή αρμονίας, αμοιβαία επωφελούς συμβίωσης μεταξύ του τουρισμού και του παραδοσιακού τρόπου ζωής του νησιού.
Ευαγγελιστές του βιώσιμου τουρισμού
Λίγα χιλιόμετρα ανατολικά από τα αμπέλια της Volacus βρίσκεται το Tinos Eco Lodge. Το Eco Lodge αυτοδιαφημίζεται ως ένας «οικολογικά φιλικός τουριστικός προορισμός» και οι συνιδρυτές του, o Ελληνογερμανός μηχανικός περιβάλλοντος Νίκολας Μπεντάου και η περιβαλλοντολόγος Μαρίλια Καλούλη, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δώσουν σάρκα και οστά στην ιδέα.

Τη μέρα που τους επισκέφθηκα μιλήσαμε για πολλά: το πρόβλημα ύδρευσης του νησιού και τον εσφαλμένο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται, την έλλειψη βροχοπτώσεων και τις επιπτώσεις της στις βελανιδιές της περιοχής, που ρίχνουν πρόωρα τα φύλλα τους. Αλλά με ξενάγησαν παράλληλα στον χώρο και μου εξήγησαν τι κάνουν για να περιορίσουν το οικολογικό αποτύπωμα της επιχείρησης και των επισκεπτών τους.


Όπως αναφέρεται στον ιστότοπο του Eco Lodge, η οικολογική του φύση συνίσταται στη «χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κυρίως του ήλιου, το χτίσιμο κυρίως με τοπικά υλικά όπως η τηνιακή πέτρα αλλά και με ντόπιους πετράδες, τον καθαρισμό των υγρών αποβλήτων με τη ριζοτεχνική μέθοδο του τεχνητού καλαμιώνα και την επαναχρησιμοποίηση του φιλτραρισμένου νερού για πότισμα, την κατασκευή στέρνας 100 κυβικών για τη συλλογή του βρόχινου νερού, την ελαχιστοποίηση και την ανακύκλωση των σκουπιδιών, την κομποστοποίηση και τη βιολογική καλλιέργεια του εδάφους, την παραγωγή και προώθηση των τοπικών προϊόντων, και τέλος την οργάνωση δραστηριοτήτων για τους επισκέπτες αλλά και τους κατοίκους του νησιού».
Το Eco Lodge έχει και μια εκπαιδευτική διάσταση. Φιλοξενεί εθελοντές, που μένουν εκεί για τουλάχιστον έναν μήνα και συμβάλλουν στη λειτουργία του ξενώνα και του αγροκτήματος. Δύο φορές τον χρόνο,, οργανώνονται σεμινάρια περμακουλτούρας.
Δείχνοντάς μου τον καλαμιώνα, ο Μπεντάου μου εξηγεί: «Υπάρχει σαν μία πισίνα από κάτω, βάθους δύο μέτρων, με ειδική άμμο, μέσα στην οποία ζουν οι μικροοργανισμοί που κάνουν την επεξεργασία λυμάτων. Μετά την επεξεργασία, το νερό πηγαίνει σε μία δεξαμενή από όπου χρησιμοποιείται για άρδευση, για τα καζανάκια και οτιδήποτε άλλο. Και το ωραίο είναι ότι [ο καλαμιώνας] δεν είναι μία άχαρη βιομηχανική εγκατάσταση· είναι ένας βιότοπος, γι αυτό βλέπεις πεταλούδες, λιβελούλες, κ.ο.κ.». Το Eco Lodge είναι εταίρος του προγράμματος Hydrousa, στο πλαίσιο του οποίου εφαρμόζει πρακτικές κυκλικής διαχείρισης του νερού για αγροτικές και τουριστικές δραστηριότητες.

Με την αξιοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων και του βρόχινου (η υπόγεια και η ανοιχτή στέρνα συλλέγουν αθροιστικά 180 κυβικά μέτρα), μειώνονται σημαντικά οι ανάγκες του Eco Lοdge σε νερό. Έτσι, όπως μου λένε ο Μπεντάου και η Καλούλη, έχουν καταφέρει να μειώσουν την κατανάλωση των επισκεπτών τους στα 80 λίτρα ημερησίως, έναντι 240 που είναι ο μέσος όρος για τους τουρίστες στην Ελλάδα. Η χρήση νερού του Eco Lοdge από το δίκτυο του νησιού είναι ελάχιστη – μόλις 700 κυβικά μέτρα σε εννιά χρόνια λειτουργίας, σύμφωνα με την Καλούλη. Παράλληλα, μου εξηγεί, ενεργειακά είναι εντελώς αυτόνομο – ηλεκτροδοτείται από φωτοβολταϊκά πάνελ και μπαταρίες και δεν είναι συνδεδεμένο με το δίκτυο.
«Προσπαθούμε να συμμορφωθούμε με τη φιλοσοφία του Water, Energy, Food, Ecosystem Nexus (WEFE Nexus), να έχουμε το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα και να κρατάμε υγιές το οικοσύστημα», μου λέει η Καλούλη. «Και παράλληλα θέλουμε να προσφέρουμε στον τουρίστα μία ξεχωριστή εμπειρία, να ενσωματωθεί στη ζωή του Eco Lodge – όχι απλά να περάσει, να καταναλώσει και να φύγει».
Pingback : 17α Βραβεία Ποιότητας «Γαστρονόμου»: οι καλύτεροι Κυκλαδίτες παραγωγοί για το 2024 - Βιώσιμες Κυκλάδες